ὀφθαλμοπόνος

ὀφθαλμοπόνος
ὀφθαλμο-πόνος, ,
A suffering from eye-strain, Vett. Val.111.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμοπόνος — ὀφθαλμοπόνος, ὁ (Α) αυτός που υποφέρει από πονόματο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + πόνος] …   Dictionary of Greek

  • ὀφθαλμοπόνοι — ὀφθαλμοπόνος suffering from eye strain masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμοπονώ — ὀφθαλμοπονῶ, έω (Α) [οφθαλμοπόνος] πάσχω από πονόματο …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”